- εἰκονοστάσιον
- εἰκονοστάσιονshrineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰκονοστασίου — εἰκονοστάσιον shrine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκονοστάσια — εἰκονοστάσιον shrine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Иконостас — Спасо Преображенского собора в … Википедия
εικονοστάσιο — και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον) 1. το μέρος τού σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες 2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ τού κυρίως ναού και τού Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων νεοελλ. μικρό κτίσμα στο… … Dictionary of Greek
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek
icoană — ICOÁNĂ, icoane, s.f. 1. Imagine pictată sau, mai rar, sculptată, care reprezintă diferite divinităţi sau scene cu temă religioasă şi care serveşte ca obiect de cult. ♦ p. ext. (înv.) Tablou, desen, ilustraţie. 2. fig. Imagine, chip. – Din sl.… … Dicționar Român
ИКОНОСТАС — Благовещенского собора Московского Кремля. Кон. XIV сер. XVI в. Иконостас Благовещенского собора Московского Кремля. Кон. XIV сер. XVI в. [греч. εἰκονοστάσιον, от εἰκών изображение, образ и στάσις место стояния], преграда в виде стенки с иконами … Православная энциклопедия